Η ανηφόρα πέτρινη,
υπομονετική.
Εχει τα μάτια της σταθερά
πάνω στον στόχο που κινείται.
Με σημαδεύει από το κάστρο και περιμένει.
Οι γάτες μεταφέρουν τις ιστορίες του πολέμου με τα δόντια τους
μου ψιθυρίζουν πρόσεχε και
τρυπώνουν κάτω από τα αμάξια.
Τις μέρες πριν το Πάσχα, ανάβει το κυνήγι.
Οι υπηρεσίες της ειρήνευσης καλύψανε τα ίχνη μας στους τοίχους
αλλά τα φώτα-πορτοκάλια κι όποιος τα κόβει ξέρει
πώς κόβεται μαζί τους.
Πιο κάτω κάποιος μάδησε τα άνθη μιας αμυγδαλιάς μπροστά στην πόρτα του
για όποιον χρειαστεί καταφύγιο την νύχτα.
Ανοίγω το βήμα μου.
Τείνω το σώμα μου στο έδαφος.
Μπαίνω σε θέση μάχης.
Δίπλα στο μοναστήρι το παράθυρο έκλεισε για πάντα με κάγκελα λευκά
και οι καρέκλες του κήπου χαζεύουν τώρα μόνες τους
τα φώτα των στάσιμων βυτιοφόρων.
Θωμά στρίψε από δω να πέσουμε
στην άλλη πλευρά του τείχους.
Τόσοι και τόσοι περιπατητές
εξαφανίστηκαν μέσα σ’ αυτά τα σοκάκια.
Γίναν ερείπια και γκρεμοί,
ανθρώπινα υπολείμματα
πάνω στους βράχους.
Καστρόπληχτοι είμαστε και εμείς
και μάθαμε τις επιπτώσεις.
Τόσα χρόνια,
στην αισθηματική αγωγή του εμφυλίου.
Τόσα βράδια,
πολιορκίες
στην Πολιορκιτού.