“ουρανέ, ουρανέ, δεν έρχομαι να σ’αποχτήσω”
Νίκος Καρούζος
Μια λάμψη εκτοξεύτηκε ανάμεσα στους κόσμους.
Γρήγορα ξεγελάστηκαν, της νύχτας τ’αποσπάσματα
και ο καιρός τους ήρθε.
Πέφτει ο ουρανός και καρφώνεται.
Σπάνε οι βροντεροί ήχοι το σκοτάδι σε κομμάτια.
Φώτα από την πλώρη ενός θεόρατου πλοίου, εμφανίζονται κατά μεσής της θάλασσας
-εκεί που σε καίει-
αυτοί που το’ δαν και δεν έτρεξαν, υψώνουν τις καύτρες τους από το πιο σκοτεινό σημείο της παραλίας
-ανάμματα, σβησίματα,
ο πόλεμος των τάσεων-
δυο φίλοι δοκιμάζουν την φαντασία τους, φτιάχνουν μια απορία
-ασκήσεις υπομονής,
μέτρημα αποστάσεων-
γύρω από το οικογενειακό τραπέζι χαράζουν προληπτικά τα ονόματα τους πάνω σε πλάκες μαρμάρινες
-ασκήσεις αναμονής,
μέτρημα διαστάσεων-
μορφές από αυτό που πρόκειται να ‘ρθεί, απλώνονται και χάνονται μέσα στον άδειο δρόμο
-δεν είναι οι μητέρες τους, δεν είναι τα παιδιά τους-
πομπές αυτοκινήτων κορνάρουνε χαρμόσυνα την άφιξη στην Νέα Γη
-ό,τι μπορούμε κάνουμε,
στο φοβερό μυστήριο-.
Ο νυχτοβάτης άνεμος
με χέρια εργατικά,
κοιτάει κλεφτά το Τίποτα,
γιορτάζει τον Κανένα,
τελετουργεί σε έγκατα
που παίρνουνε φωτιά
και σώματα
κεραυνοβολημένα.