Όταν το φως το ήλιου μας εξαπατά, και μας μπερδεύει,
οι κομπίνες επιστρέφουν στους άδειους αγροτόδρομους
αλωνίζουν τα χωράφια, τις ψυχές μας.
Γράφουν την ιστορία των καλοκαιριών
πάνω σε κίτρινες επιφάνειες
μαυρισμένα δέρματα
και πρόσωπα χλωμά.
Το βλέπω στα μάτια του πατέρα μου
καθώς τις κοιτάζει να μας προσπερνάνε.
Το στόμα του γεμίζει με την φασαρία τους.
(Με αναστατώνει να τον βλέπω έτσι. Με φέρνει κοντά του.)
Κι ας μου απαντάει συνήθως:
όλα ήσυχα εδώ
το ξέρει κι εκείνος από πρώτο χέρι,
στις κοιλιές των γιγάντιων μηχανημάτων τίποτα δεν ησυχάζει.
Έτσι συνέβαινε και τότε,
όταν ακόμα το νεκροταφείο δεν είχε απλωθεί σε όλο τον λόφο
και η μικροβιακή μόλυνση
δεν είχε περάσει στο αίμα.
Έτσι συμβαίνει και τώρα,
που ο πατέρας μου με προειδοποιεί
για την κατηφόρα που έρχεται
και το στομάχι του μουγκρίζει
για να τρομάξει τα σκυλιά,
ανάμεσα στα χόρτα.
Μουγκρίζουν και οι κομπίνες
κάθε χρόνο, τέτοια εποχή
καθώς περνάνε και θερίζουνε
τα πάθη, τους δεσμούς μας.
Μας ξεριζώνουνε και εμάς
κάθε χρόνο,
το ίδιο κόλπο.
Προχωράνε ογκώδεις –
αποκαλυπτικές –
κατά πώς φαίνεται κινούμενες αργά
μα μέσα στην καρδιά τους
βίαια και γρήγορα!
μας κόβουν
οριστικά.